- κἀκυδοιδόπα
- ἐκυδοιδόπᾱ , κυδοιδοπάωmake a hubbubimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδοιδοπώ — κυδοιδοπῶ, άω (Α) εγείρω ταραχή («ἐψόφει γοῡν ἔνδον οὐκ οἶδ ἄττα κἀκυδοιδόπα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κυδάζω και εμφανίζει επίθημα δοπῶ, το οποίο είναι άγνωστης προελεύσεως (πρβλ. και εχθο δοπώ) … Dictionary of Greek